οικοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικοτροφείο < οικότροφος + -είο[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικοτροφείο ουδέτερο
- ίδρυμα ή παράρτημα ενός οργανισμού (κυρίως ιδιωτικού σχολείου) που δέχεται οικότροφους, κυρίως μαθητές
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικοτροφείο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οικοτροφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας