ενικός         πληθυντικός  
internat internats

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

internat (fr) αρσενικό

  1. η κατάσταση ενός μαθητή που κατοικεί μέσα σε ένα ίδρυμα
  2. (κατ’ επέκταση) το ίδιο το ίδρυμα, το οικοτροφείο
     συνώνυμα: pensionnat
  3. η εξάσκηση στο νοσοκομείο ενός φοιτητή ιατρικής· η διάρκεια αυτής της εξάσκησης
  4. ο διαγωνισμός χάρη στον οποίο αποκτάται ο τίτλος που δίνει το δικαίωμα εξάσκησης στο νοσοκομείο