Ετυμολογία

επεξεργασία
οικουρώ < αρχαία ελληνική οἰκουρῶ < οἰκουρός < οἰκο- + ϝορός (< ὁρῶ)

οικουρώ

  • μένω στο σπίτι, δε βγαίνω από το σπίτι, κυρίως λόγω ασθένειας
πρέπει να οικουρήσει τουλάχιστον τρεις μέρες εξαιτίας της πνευμονίας

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία