↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικοδιδάσκαλος οι οικοδιδάσκαλοι
      γενική του οικοδιδασκάλου
οικοδιδάσκαλου
των οικοδιδασκάλων
    αιτιατική τον οικοδιδάσκαλο τους οικοδιδασκάλους
οικοδιδάσκαλους
     κλητική οικοδιδάσκαλε οικοδιδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικοδιδάσκαλος < οικο- + διδάσκαλος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hauslehrer[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οικοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό οικοδιδασκάλισσα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία