οικοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οικοδιδάσκαλος < οικο- + διδάσκαλος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hauslehrer[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οικοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό οικοδιδασκάλισσα)
- (επάγγελμα, παρωχημένο) δάσκαλος που διδάσκει κατ' οίκον παιδιά που δεν φοιτούν σε σχολείο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικοδιδάσκαλος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ οικοδιδάσκαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας