profesio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | profesio | profesioj |
αιτιατική | profesion | profesiojn |
profesio (eo)
- το επάγγελμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | profesio | profesioj |
αιτιατική | profesion | profesiojn |
profesio (eo)