πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχαγωγός η ηχαγωγός
& ηχαγωγή
το ηχαγωγό
      γενική του ηχαγωγού της ηχαγωγού
& ηχαγωγής
του ηχαγωγού
    αιτιατική τον ηχαγωγό την ηχαγωγό
& ηχαγωγή
το ηχαγωγό
     κλητική ηχαγωγέ ηχαγωγέ
& ηχαγωγή
ηχαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχαγωγοί οι ηχαγωγοί
& ηχαγωγές
τα ηχαγωγά
      γενική των ηχαγωγών των ηχαγωγών των ηχαγωγών
    αιτιατική τους ηχαγωγούς τις ηχαγωγούς
& ηχαγωγές
τα ηχαγωγά
     κλητική ηχαγωγοί ηχαγωγοί
& ηχαγωγές
ηχαγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ηχαγωγός < (ήχος) ηχ- + -αγωγός

ηχαγωγός, -ός / -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία