ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυσηχί αἱ δυσηχίαι
      γενική τῆς δυσηχίᾱς τῶν δυσηχιῶν
      δοτική τῇ δυσηχί ταῖς δυσηχίαις
    αιτιατική τὴν δυσηχίᾱν τὰς δυσηχίᾱς
     κλητική ! δυσηχί δυσηχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυσηχί
γεν-δοτ τοῖν  δυσηχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσηχία < δύσηχος + -ία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσηχία θηλυκό