Δείτε επίσης: Καλπάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλπάκι τα καλπάκια
      γενική του καλπακιού των καλπακιών
    αιτιατική το καλπάκι τα καλπάκια
     κλητική καλπάκι καλπάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άνδρας που φορά καλπάκι.
 
Λιθογραφία που απεικονίζει τον Alecu Beldiman, Μολδαβό πολιτικό και συγγραφέα, φορώντας καλπάκι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλπάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalpak < παλαιά τουρκικά < πρωτοτουρκική (ή < περσικά kwlʾp̄k' ‎(kulāfak), υποκοριστικό του kwlʾp̄ ‎(kulāf: κάλυμμα, καπάκι) )

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kalˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐πά‐κι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλπάκι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία