λιθογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographie[1] < αρχαία ελληνική λίθος + γράφω. Μορφολογικά, λιθο- + -γραφία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.θo.ɣraˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθογραφία θηλυκό
- (τυπογραφία) η τέχνη της αναπαραγωγής έντυπου υλικού με τη χρήση πέτρας, νερού, λιπαντικού και μελανιού
- (τυπογραφία) το έργο που έχει αναπαραχθεί μέσω της λιθογραφία (1)
- (τυπογραφία) σύγχρονη μορφή τυπογραφίας της οποίας η τεχνική προέρχεται από την λιθογραφία (1)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
η τέχνη
το έργο
- ↑ Λέξη που δημιουργήθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα όταν ο Alois Senefelder εφηύρε τη λιθογραφία.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 λιθογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)