χρωμολιθογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωμολιθογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chromolithographie < αρχαία ελληνική χρῶμα + λίθος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωμολιθογραφία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χρώμα, λιθογραφία, λίθος και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωμολιθογραφία