↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθογράφηση οι λιθογραφήσεις
      γενική της λιθογράφησης* των λιθογραφήσεων
    αιτιατική τη λιθογράφηση τις λιθογραφήσεις
     κλητική λιθογράφηση λιθογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιθογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθογράφηση < λιθογραφώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθογράφηση ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • λιθογράφηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία