φωτολιθογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτολιθογράφος < φωτολιθογραφ(ία) + -ος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fo.to.li.θoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐λι‐θο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωτολιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, τυπογραφία) άτομο το οποίο πραγματοποιεί φωτολιθογραφίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτολιθογράφος
|
Πηγές επεξεργασία
- φωτολιθογράφος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)