Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιθογραφημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιθογραφημέν
ος
η
λιθογραφημέν
η
το
λιθογραφημέν
ο
γενική
του
λιθογραφημέν
ου
της
λιθογραφημέν
ης
του
λιθογραφημέν
ου
αιτιατική
τον
λιθογραφημέν
ο
τη
λιθογραφημέν
η
το
λιθογραφημέν
ο
κλητική
λιθογραφημέν
ε
λιθογραφημέν
η
λιθογραφημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιθογραφημέν
οι
οι
λιθογραφημέν
ες
τα
λιθογραφημέν
α
γενική
των
λιθογραφημέν
ων
των
λιθογραφημέν
ων
των
λιθογραφημέν
ων
αιτιατική
τους
λιθογραφημέν
ους
τις
λιθογραφημέν
ες
τα
λιθογραφημέν
α
κλητική
λιθογραφημέν
οι
λιθογραφημέν
ες
λιθογραφημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λιθογραφημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λιθογραφώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθογραφημένος