Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφαίρεση οι υφαιρέσεις
      γενική της υφαίρεσης* των υφαιρέσεων
    αιτιατική την υφαίρεση τις υφαιρέσεις
     κλητική υφαίρεση υφαιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφαιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφαίρεση < αρχαία ελληνική ὑφαίρεσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈfe.ɾe.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υφαίρεση θηλυκό

  1. (οικονομία) ο υπολογισμός του ποσού που αφαιρείται από το χρέος, όταν αυτό προεξοφλείται (διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική υφαίρεση)
  2. (γραμματική) η αποβολή του ενός από δύο συνεχόμενα βραχέα φωνήεντα
    • η αποβολή του ι των διφθόγγων
  3. (νομικός όρος) κλοπή από συνεργάτη, συνεταίρο ή συγγενή

  Μεταφράσεις επεξεργασία