υφαίρεση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υφαίρεση < αρχαία ελληνική ὑφαίρεσις
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ˈfɛ.ɾɛ.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υφαίρεση θηλυκό
- (οικονομία) ο υπολογισμός του ποσού που αφαιρείται από το χρέος, όταν αυτό προεξοφλείται (διακρίνεται σε εσωτερική και εξωτερική υφαίρεση)
- (γραμματική) η αποβολή του ενός από δύο συνεχὀμενα βραχέα φωνήεντα
- η αποβολή του ι των διφθόγγων
- (νομική) κλοπή από συνεργάτη, συνεταίρο ή συγγενή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υφαίρεση