Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπεμπόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπεμπόμεν
ος
η
εκπεμπόμεν
η
το
εκπεμπόμεν
ο
γενική
του
εκπεμπόμεν
ου
της
εκπεμπόμεν
ης
του
εκπεμπόμεν
ου
αιτιατική
τον
εκπεμπόμεν
ο
την
εκπεμπόμεν
η
το
εκπεμπόμεν
ο
κλητική
εκπεμπόμεν
ε
εκπεμπόμεν
η
εκπεμπόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπεμπόμεν
οι
οι
εκπεμπόμεν
ες
τα
εκπεμπόμεν
α
γενική
των
εκπεμπόμεν
ων
των
εκπεμπόμεν
ων
των
εκπεμπόμεν
ων
αιτιατική
τους
εκπεμπόμεν
ους
τις
εκπεμπόμεν
ες
τα
εκπεμπόμεν
α
κλητική
εκπεμπόμεν
οι
εκπεμπόμεν
ες
εκπεμπόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
του ρήματος
εκπέμπομαι
επεξεργασία