εκπεμπόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεκπεμπόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκπεμπόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκπεμπόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκπεμπόμενος