Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατευθυνόμενος η κατευθυνόμενη το κατευθυνόμενο
      γενική του κατευθυνόμενου της κατευθυνόμενης του κατευθυνόμενου
    αιτιατική τον κατευθυνόμενο την κατευθυνόμενη το κατευθυνόμενο
     κλητική κατευθυνόμενε κατευθυνόμενη κατευθυνόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατευθυνόμενοι οι κατευθυνόμενες τα κατευθυνόμενα
      γενική των κατευθυνόμενων των κατευθυνόμενων των κατευθυνόμενων
    αιτιατική τους κατευθυνόμενους τις κατευθυνόμενες τα κατευθυνόμενα
     κλητική κατευθυνόμενοι κατευθυνόμενες κατευθυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατευθυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατευθύνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

κατευθυνόμενος, -η, -ο

  1. που κατευθύνεται προς έναν τόπο
  2. που κατευθύνεται από άλλους και δεν δρα με δική του πρωτοβουλία
  3. που κατευθύνεται από κάποιους για την εξυπηρέτηση δόλιων στόχων
    κατευθυνόμενες φήμες

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία