κατευθυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατευθυνόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατευθύνομαι
Μετοχή
επεξεργασίακατευθυνόμενος, -η, -ο
- που κατευθύνεται προς έναν τόπο
- που κατευθύνεται από άλλους και δεν δρα με δική του πρωτοβουλία
- που κατευθύνεται από κάποιους για την εξυπηρέτηση δόλιων στόχων
- κατευθυνόμενες φήμες