orienté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orienté | orientés |
θηλυκό | orientée | orientées |
Επίθετο
επεξεργασίαorienté (fr)
- προσανατολισμένος
- (μεταφορικά) που εμφανίζει μια ιδεολογική τάση
- un livre d'histoire fortement orienté - ένα βιβλίο ιστορίας που εκφράζει μια έντονη ιδεολογική τάση
- κατευθυνόμενος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη orienter