προσανατολισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσανατολίζω
Μετοχή επεξεργασία
προσανατολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσανατολίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσανατολισμένος
|