Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσανατολισμένος η προσανατολισμένη το προσανατολισμένο
      γενική του προσανατολισμένου της προσανατολισμένης του προσανατολισμένου
    αιτιατική τον προσανατολισμένο την προσανατολισμένη το προσανατολισμένο
     κλητική προσανατολισμένε προσανατολισμένη προσανατολισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσανατολισμένοι οι προσανατολισμένες τα προσανατολισμένα
      γενική των προσανατολισμένων των προσανατολισμένων των προσανατολισμένων
    αιτιατική τους προσανατολισμένους τις προσανατολισμένες τα προσανατολισμένα
     κλητική προσανατολισμένοι προσανατολισμένες προσανατολισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσανατολίζω

  Μετοχή επεξεργασία

προσανατολισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία