Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσανατολισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσανατολισμέν
ος
η
προσανατολισμέν
η
το
προσανατολισμέν
ο
γενική
του
προσανατολισμέν
ου
της
προσανατολισμέν
ης
του
προσανατολισμέν
ου
αιτιατική
τον
προσανατολισμέν
ο
την
προσανατολισμέν
η
το
προσανατολισμέν
ο
κλητική
προσανατολισμέν
ε
προσανατολισμέν
η
προσανατολισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσανατολισμέν
οι
οι
προσανατολισμέν
ες
τα
προσανατολισμέν
α
γενική
των
προσανατολισμέν
ων
των
προσανατολισμέν
ων
των
προσανατολισμέν
ων
αιτιατική
τους
προσανατολισμέν
ους
τις
προσανατολισμέν
ες
τα
προσανατολισμέν
α
κλητική
προσανατολισμέν
οι
προσανατολισμέν
ες
προσανατολισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσανατολισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προσανατολίζω
Μετοχή
επεξεργασία
προσανατολισμένος
, -η, -ο
→
δείτε
τη
λέξη
προσανατολίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσανατολισμένος