↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηλεκατευθυνόμενος η τηλεκατευθυνόμενη το τηλεκατευθυνόμενο
      γενική του τηλεκατευθυνόμενου της τηλεκατευθυνόμενης του τηλεκατευθυνόμενου
    αιτιατική τον τηλεκατευθυνόμενο την τηλεκατευθυνόμενη το τηλεκατευθυνόμενο
     κλητική τηλεκατευθυνόμενε τηλεκατευθυνόμενη τηλεκατευθυνόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηλεκατευθυνόμενοι οι τηλεκατευθυνόμενες τα τηλεκατευθυνόμενα
      γενική των τηλεκατευθυνόμενων των τηλεκατευθυνόμενων των τηλεκατευθυνόμενων
    αιτιατική τους τηλεκατευθυνόμενους τις τηλεκατευθυνόμενες τα τηλεκατευθυνόμενα
     κλητική τηλεκατευθυνόμενοι τηλεκατευθυνόμενες τηλεκατευθυνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τηλεκατευθυνόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος τηλεκατευθύνω

τηλεκατευθυνόμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία