Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

remote control (en)

  1. τηλεχειριστήριο
  2. (ως επίθετο) τηλεκατευθυνόμενος
    remote control car: τηλεκατευθυνόμενο όχημα