τηλεκατευθυνόμενο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηλεκατευθυνόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τηλεκατευθυνόμενος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηλεκατευθυνόμενο ουδέτερο
- συσκευή που την τηλεκατευθύνουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηλεκατευθυνόμενο
|