παντοκατευθυντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παντοκατευθυντικός < παντο- + κακτευθυντικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική omnidirectional)
Επίθετο
επεξεργασία
παντοκατευθυντικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που κατευθύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παντοκατευθυντικός