richten
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrichten (de)
- φέρνω κάτι στην ευθεία, ισιώνω, ευθυγραμμίζω, διορθώνω
- κατευθύνω, στρέφω (κάτι προς κάποιον)
- Der Mord an Österreichs Thronfolger hat die Augen der Welt nach dem Balkan gerichtet (η δολοφονία του διαδόχου της Αυστρίας έστρεψε τα μάτια του κόσμου στα Βαλκάνια)