Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδομετρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οδομετρικ
ός
η
οδομετρικ
ή
το
οδομετρικ
ό
γενική
του
οδομετρικ
ού
της
οδομετρικ
ής
του
οδομετρικ
ού
αιτιατική
τον
οδομετρικ
ό
την
οδομετρικ
ή
το
οδομετρικ
ό
κλητική
οδομετρικ
έ
οδομετρικ
ή
οδομετρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οδομετρικ
οί
οι
οδομετρικ
ές
τα
οδομετρικ
ά
γενική
των
οδομετρικ
ών
των
οδομετρικ
ών
των
οδομετρικ
ών
αιτιατική
τους
οδομετρικ
ούς
τις
οδομετρικ
ές
τα
οδομετρικ
ά
κλητική
οδομετρικ
οί
οδομετρικ
ές
οδομετρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδομετρικός
<
οδομετρία
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οδομετρικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
οδομετρία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδομετρικός
αγγλικά
:
odometrical
(en)
,
odometric
(en)
hodometrical
(en)
,
hodometric
(en)
γαλλικά
:
hodométrique
(fr)