Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.dɔ.me.tʁik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hodométrique hodométriques

hodométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό