Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
οδογράφ
ος
οι
οδογράφ
οι
γενική
του
οδογράφ
ου
των
οδογράφ
ων
αιτιατική
τον
οδογράφ
ο
τους
οδογράφ
ους
κλητική
οδογράφ
ε
οδογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδογράφος
<
οδός
+
γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδογράφος
αρσενικό
όργανο
που καταγράφει τις αποστάσεις που διανύονται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδογράφος