Ετυμολογία

επεξεργασία
οδογέφυρα < → δείτε τις λέξεις οδός και γέφυρα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδογέφυρα οι οδογέφυρες
      γενική της οδογέφυρας των οδογεφυρών
    αιτιατική την οδογέφυρα τις οδογέφυρες
     κλητική οδογέφυρα οδογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

οδογέφυρα θηλυκό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ðoˈʝe.fi.ɾa/

  Μεταφράσεις

επεξεργασία