οδογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοδογέφυρα θηλυκό
- η γέφυρα που βρίσκεται πάνω από μια κοιλότητα του εδάφους και στηρίζει με ποικίλων ειδών στηρίγματα ένα πεζόδρομο, μια οδική αρτηρία ή μια σιδηροδρομική γραμμή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ðoˈʝe.fi.ɾa/