↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδόμετρο τα οδόμετρα
      γενική του οδόμετρου
οδομέτρου
των οδόμετρων
οδομέτρων
    αιτιατική το οδόμετρο τα οδόμετρα
     κλητική οδόμετρο οδόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οδόμετρο που μετράει αποστάσεις.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οδόμετρο < ελληνιστική κοινή ὁδόμετρον < αρχαία ελληνική ὁδός + μέτρον, λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική odomètre[1] ή από την αγγλική odometer / hodometer [1]). Μορφολογικά αναλύεται σε οδό- + -μετρο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈðo.me.tro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οδόμετρο ουδέτερο

  1. (τεχνολογία) συσκευή με την οποία μετρούσαν το μήκος μιας οδού ή άλλες αποστάσεις στην αρχαία Ελλάδα
    ※  Το οδόμετρο (3ος αι. π.Χ.), ο πρώτος χιλιομετρητής της ιστορίας. Πρόκειται για μηχανισμό που χρησιμοποιούνταν για την ακριβή μέτρηση οδικών αποστάσεων. Σύμφωνα με τον Ήρωνα τον Αλεξανδρέα (Περί Διόπτρας) αποτελούνταν από ένα κιβώτιο με συμπλεκόμενους ατέρμονες κοχλίες και οδοντωτούς τροχούς προσαρμοσμένο σε κινούμενο όχημα. (www.archaiologia.gr)
  2. ο χιλιομετροδείκτης
     συνώνυμα: κοντέρ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 οδόμετροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)