street
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstreet (en)
- (αργκό) που έχει την αποδοχή των νέων της περιοχής του, της νεολαίας που ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της αστικής συμπεριφοράς και κουλτούρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
street | streets |
street (en)
- ο δρόμος, η οδός
- ⮡ He was coming down Stadiou street.
- Κατέβαινε στην οδό Σταδίου.
- ⮡ He was coming down Stadiou street.
- τα άτομα που μένουν σε έναν δρόμο, σε μια γειτονιά