street
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
street | streets |
street (en)
- ο δρόμος, η οδός
- ⮡ He was coming down Stadiou street.
- Κατέβαινε στην οδό Σταδίου.
- ⮡ He was coming down Stadiou street.
- τα άτομα που μένουν σε έναν δρόμο, σε μια γειτονιά