Επίθετο

επεξεργασία

street (en)

  1. (αργκό) που έχει την αποδοχή των νέων της περιοχής του, της νεολαίας που ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις της αστικής συμπεριφοράς και κουλτούρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
street streets

street (en)

  1. ο δρόμος, η οδός
    ⮡  He was coming down Stadiou street.
    Κατέβαινε στην οδό Σταδίου.
  2. τα άτομα που μένουν σε έναν δρόμο, σε μια γειτονιά

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία