Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

street artist < → δείτε τις λέξεις street και artist

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
street artist street artists

street artist (en)

  • (τέχνη) άτομο που δημιουργεί έργα τέχνης του δρόμου (street art)
    ※  In the gritty neighborhood of Exarcheia, a stronghold of anarchists, more than a decade’s worth of tags and graffiti have been leavened with a catalog of Mapet’s stencils and the work of other street artists, who paint violent yet graceful anti-Fascist images, grotesque caricatures of bankers and politicians, and intricate sticker work on street after street.
    Στη σκοτεινή γειτονιά των Εξαρχείων, προπύργιο των αναρχικών, τα tags και τα γκράφιτι μιας δεκαετίας και πλέον έχουν ζυμωθεί με πληθώρα από στένσιλ του Mapet και τη δουλειά άλλων καλλιτεχνών του δρόμου, οι οποίοι ζωγραφίζουν βίαιες αλλά χαριτωμένες αντιφασιστικές εικόνες, γκροτέσκες καρικατούρες τραπεζιτών και πολιτικών και περίπλοκα αυτοκόλλητα έργα σε κάθε δρόμο.
    Liz Alderman, Across Athens, Graffiti Worth a Thousand Words of Malaise, The New York Times, 15 Απριλίου 2014