Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοιπορικός η οδοιπορική το οδοιπορικό
      γενική του οδοιπορικού της οδοιπορικής του οδοιπορικού
    αιτιατική τον οδοιπορικό την οδοιπορική το οδοιπορικό
     κλητική οδοιπορικέ οδοιπορική οδοιπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοιπορικοί οι οδοιπορικές τα οδοιπορικά
      γενική των οδοιπορικών των οδοιπορικών των οδοιπορικών
    αιτιατική τους οδοιπορικούς τις οδοιπορικές τα οδοιπορικά
     κλητική οδοιπορικοί οδοιπορικές οδοιπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοιπορικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

οδοιπορικός

οδοιπορικός σύνδεσμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία