Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οδοιπορικό τα οδοιπορικά
      γενική του οδοιπορικού των οδοιπορικών
    αιτιατική το οδοιπορικό τα οδοιπορικά
     κλητική οδοιπορικό οδοιπορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδοιπορικό < (ελληνιστική κοινή) ὁδοιπορικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδοιπορικό ουδέτερο

  1. γραπτή περιγραφή ή τηλεοπτική καταγραφή και παρουσίαση ενός ταξιδιού
  2. ο πληθυντικός ως ουσιαστικό, τα οδοιπορικά, σημαίνει την αμοιβή για τα έξοδα που κάνει ένας δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος στη διάρκεια ταξιδιού εκτός έδρας ή γενικά για τις επαγγελματικές μετακινήσεις του

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

οδοιπορικό