itinerary
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
itinerary | itineraries |
Ουσιαστικό επεξεργασία
itinerary (en)
- το δρομολόγιο, ένα σχέδιο για ένα ταξίδι που περιλαμβάνει τη διαδρομή και τα μέρη που επισκέπτομαι
- ↪ We changed our itinerary and will not be passing through Patras.
- Aλλάξαμε δρομολόγιο και δε θα περάσουμε από την Πάτρα.
- ↪ We changed our itinerary and will not be passing through Patras.