roundabout
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roundabout | roundabouts |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαroundabout (en)
- ο κυκλικός κόμβος, η κυκλική διασταύρωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- roundabout στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
roundabout | roundabouts |
roundabout (en)