Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
detour detours

detour (en)

  • η παράκαμψη, ο γύρος
    ⮡  A road was opened as a detour to the mountain.
    Aνοίχτηκε ένας δρόμος για την παράκαμψη του βουνού.
    ⮡  we made a long detour - κάναμε μεγάλο γύρο
     συνώνυμα: bypass
ενεστώτας detour
γ΄ ενικό ενεστώτα detours
αόριστος detoured
παθητική μετοχή detoured
ενεργητική μετοχή detouring

detour (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρακάμπτω, προσπερνώ από το πλάι κάτι
    ⮡  I detour a town.
    Παρακάμπτω μια πόλη.
     συνώνυμα: bypass