bypass
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bypass | bypasses |
bypass (en)
- η παράκαμψη
- (μεταφορικά) η παράκαμψη
- ⮡ The discussions aim for bypass of the difficulties.
- Οι συζητήσεις αποσκοπούν στην παράκαμψη των δυσκολιών.
- ⮡ The discussions aim for bypass of the difficulties.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bypass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bypasses |
αόριστος | bypassed |
παθητική μετοχή | bypassed |
ενεργητική μετοχή | bypassing |
bypass (en)
- παρακάμπτω, προσπερνάω από το πλάι κάτι
- (μεταφορικά) παρακάμπτω, αγνοώ έναν κανόνα, ένα επίσημο σύστημα ή κάποιον που έχει εξουσία
- ⮡ We must find a way to bypass these restrictions.
- Πρέπει να βρούμε τρόπο να παρακάμψουμε αυτούς τους περιορισμούς.
- ⮡ We must find a way to bypass these restrictions.
Πηγές
επεξεργασία- bypass (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bypass (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 656, 750. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακάμπτω, προσπερνώ