καμψίπους
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καμψίπους < κάμπτω + πούς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
καμψίπους, -πους, -πουν
- που τρέχει γρήγορα (γι' αυτό κάμπτει τα πόδια του κατά την κίνηση)· ο γοργοπόδαρος
- […] νῦν δὲ τρέω | μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς (Αισχύλου, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (790-791) ).
Πηγές επεξεργασία
- καμψίπους - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καμψίπους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.