Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καμπτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καμπτήρ
ας
οι
καμπτήρ
ες
γενική
του
καμπτήρ
α
των
καμπτήρ
ων
αιτιατική
τον
καμπτήρ
α
τους
καμπτήρ
ες
κλητική
καμπτήρ
α
καμπτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καμπτήρας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καμπτήρας
αρσενικό
(
ανατομία
)
μυς
που επιτρέπει την
κάμψη
Συγγενικά
επεξεργασία
κάμπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμπτήρας
γαλλικά
:
fléchisseur
(fr)