Ετυμολογία

επεξεργασία
fléchisseur < fléchir

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fléchisseur fléchisseurs
θηλυκό fléchisseuse fléchisseuses

fléchisseur (fr)

  1. (ανατομία) καμπτήρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fléchisseur fléchisseurs

fléchisseur (fr) αρσενικό

  1. ο καμπτήρας μυς

Συγγενικά

επεξεργασία