Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτιοκαμένος η φωτιοκαμένη το φωτιοκαμένο
      γενική του φωτιοκαμένου της φωτιοκαμένης του φωτιοκαμένου
    αιτιατική τον φωτιοκαμένο τη φωτιοκαμένη το φωτιοκαμένο
     κλητική φωτιοκαμένε φωτιοκαμένη φωτιοκαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτιοκαμένοι οι φωτιοκαμένες τα φωτιοκαμένα
      γενική των φωτιοκαμένων των φωτιοκαμένων των φωτιοκαμένων
    αιτιατική τους φωτιοκαμένους τις φωτιοκαμένες τα φωτιοκαμένα
     κλητική φωτιοκαμένοι φωτιοκαμένες φωτιοκαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτιοκαμένος < φωτι(ά) + -ο- + καμένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μετοχή επεξεργασία

φωτιοκαμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  1. αυτός που έχει καεί από φωτιά
  2. αυτός που έχει υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά
  3. (μεταφορικά) ο κεραυνοβολημένος
  4. (ιδιωματικό, Νάξος, Κυκλάδες) : υβριστικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία