φωτιοκαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαφωτιοκαμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- αυτός που έχει καεί από φωτιά
- αυτός που έχει υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά
- (μεταφορικά) ο κεραυνοβολημένος
- (ιδιωματικό, Νάξος, Κυκλάδες) : υβριστικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτιοκαμένος
|