καμένος από χέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
καμένος από χέρι
- καταδικασμένος, για κάποιον ή κάτι που είναι γνωστό ή φανερό από την αρχή ότι θα αποτύχει
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμένος από χέρι
|
καμένος από χέρι
|