Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απανθρακωμένος η απανθρακωμένη το απανθρακωμένο
      γενική του απανθρακωμένου της απανθρακωμένης του απανθρακωμένου
    αιτιατική τον απανθρακωμένο την απανθρακωμένη το απανθρακωμένο
     κλητική απανθρακωμένε απανθρακωμένη απανθρακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απανθρακωμένοι οι απανθρακωμένες τα απανθρακωμένα
      γενική των απανθρακωμένων των απανθρακωμένων των απανθρακωμένων
    αιτιατική τους απανθρακωμένους τις απανθρακωμένες τα απανθρακωμένα
     κλητική απανθρακωμένοι απανθρακωμένες απανθρακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απανθρακωμένος < παθητική μετοχή του απανθρακώνω

  Μετοχή επεξεργασία

απανθρακωμένος -η -ο

  • που έχει καεί τελείως, που έχει γίνει κάρβουνο
μετά την πυρκαγιά στο εργοστάσιο βρέθηκαν τα απανθρακωμένα πτώματα δύο εργατών

  Μεταφράσεις επεξεργασία