carbonisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carbonisé | carbonisés |
θηλυκό | carbonisée | carbonisées |
Επίθετο
επεξεργασίαcarbonisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carbonisé | carbonisés |
θηλυκό | carbonisée | carbonisées |
carbonisé (fr)