Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβουνάκι τα καρβουνάκια
      γενική
    αιτιατική το καρβουνάκι τα καρβουνάκια
     κλητική καρβουνάκι καρβουνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρβουνάκι < κάρβουνο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρβουνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό για το κάρβουνο
  2. μικρό στρογγυλό κάρβουνο που χρησιμοποιείται για να καίει το λιβάνι στο θυμιατό
  3. ψήκτρα
  4. εξάρτημα από γραφίτη, που χρησιμοποιείται για να μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα σε κινητά μέρη

  Μεταφράσεις επεξεργασία