ψήκτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψήκτρα | οι | ψήκτρες |
γενική | της | ψήκτρας | των | ψηκτρών |
αιτιατική | την | ψήκτρα | τις | ψήκτρες |
κλητική | ψήκτρα | ψήκτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψήκτρα < αρχαία ελληνική ψήκτρα (για το ξύσιμο των αλόγων συνηθως)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψήκτρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψήκτρᾱ | αἱ | ψῆκτραι |
γενική | τῆς | ψήκτρᾱς | τῶν | ψηκτρῶν |
δοτική | τῇ | ψήκτρᾳ | ταῖς | ψήκτραις |
αιτιατική | τὴν | ψήκτρᾱν | τὰς | ψήκτρᾱς |
κλητική ὦ! | ψήκτρᾱ | ψῆκτραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψήκτρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψήκτραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψήκτρα < ψήχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψήκτρα θηλυκό
- βούρτσα
- τὰ δὲ περὶ τὴν θεραπείαν ἐργαλεῖα, τὸ μὲν ἐκκαθαῖρον τὴν τρίχα πτερῷ ἐοικὸς ξύλον σπάθη, τὸ δὲ διακτενίζον σιδήριον πριονῶδες ὠδοντωμένον ψήκτρα. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 1, 185, 4)
- εργαλείο με το οποίο έξυναν οι αθλητές στην αρχαιότητα το σώμα τους για να καθαριστούν, ξύστρα
- εργαλείο για το ξύσιμο του δέρματος ζώων (π.χ. αλόγων)
- ἑνὸς ἡμίσεος καθεψήσας, τὸ αὐτὸ ποίει, πρότερον τὸ δέρμα ψήκτρᾳ ἢ ὀστράκῳ ἀναδείρας καὶ ἐκτραχύνας. (Ιππιατρικά, 69, 14, 8)