πινέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πινέλο | τα | πινέλα |
γενική | του | πινέλου | των | πινέλων |
αιτιατική | το | πινέλο | τα | πινέλα |
κλητική | πινέλο | πινέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπινέλο ουδέτερο
- εργαλείο με σκληρές ή μαλακότερες τρίχες στο ένα άκρο του, με το οποίο βάφουμε ή απλώνουμε κάτι σε μια επιφάνεια
- (λαϊκότροπο) είδος ανολοκλήρωτης ερωτικής επαφής
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πινέλο στη Βικιπαίδεια