ριγοπίνελο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριγοπίνελο ουδέτερο
- εργαλείο βαψίματος: σχετικά μικρό πινέλο, πλακέ ή στρογγυλό, για περιορισμένη βαφή σε μορφή ρίγας, είτε σε τελείωμα, είτε σε εσοχές
- τα ριγοπίνελα χρησιμοποιούνται τόσο στη ζωγραφική όσο και στους ελαιοχρωματισμούς γενικότερα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριγοπίνελο
|