Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρβονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρβονικ
ός
η
καρβονικ
ή
το
καρβονικ
ό
γενική
του
καρβονικ
ού
της
καρβονικ
ής
του
καρβονικ
ού
αιτιατική
τον
καρβονικ
ό
την
καρβονικ
ή
το
καρβονικ
ό
κλητική
καρβονικ
έ
καρβονικ
ή
καρβονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρβονικ
οί
οι
καρβονικ
ές
τα
καρβονικ
ά
γενική
των
καρβονικ
ών
των
καρβονικ
ών
των
καρβονικ
ών
αιτιατική
τους
καρβονικ
ούς
τις
καρβονικ
ές
τα
καρβονικ
ά
κλητική
καρβονικ
οί
καρβονικ
ές
καρβονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρβονικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
καρβονικός
<ορισμός>
<παράδειγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρβονικός
αγγλικά
:
carboxylic
(en)