Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετροκάρβουνο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετροκάρβουν
ο
τα
πετροκάρβουν
α
γενική
του
πετροκάρβουν
ου
των
πετροκάρβουν
ων
αιτιατική
το
πετροκάρβουν
ο
τα
πετροκάρβουν
α
κλητική
πετροκάρβουν
ο
πετροκάρβουν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετροκάρβουνο
<
πέτρα
+
-ο-
+
κάρβουνο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετροκάρβουνο
ουδέτερο
(
ορυκτολογία
)
γαιάνθρακας
,
λιθάνθρακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετροκάρβουνο